- διακρίνω
- (AM διακρίνω)1. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω, διαστέλλω κάτι από κάτι άλλο2. παρατηρώ, ξεχωρίζω3. βλέπω καθαρά4. ερμηνεύω, εξηγώ (όνειρα, χρησμούς κ.λπ.)5. (-ομαι) ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, αναλογίζομαινεοελλ.1. φροντίζω2. διακρίνομαιξεχωρίζω από τους άλλους, υπερέχω, είμαι ανώτερος3. (μτχ. παρακμ.) διακεκριμένος, -η, -οξεχωριστός, διαλεχτός4. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) η διακρίνουσαη συνάρτηση τών συντελεστών μιας εξίσωσης που επιτρέπει να διακρίνουμε αν η καμπύλη της είναι πραγματική ή σύστημα δύο ευθειώναρχ.-μσν.(-ομαι) διστάζω, αμφιταλαντεύομαιμσν.αποδίδω το δίκαιο, δικαιώνωαρχ.1. εξαιρώ2. αποφαίνομαι3. αποκρύπτω4. ξεχωρίζω κάποιον τόπο (για θρησκευτική χρήση)5. (για νόσο) επιδεινώνομαι6. έχω επίγνωση7. (φιλοσ.) αναλύω σε στοιχεία8. (για τα μαλλιά) χτενίζω, ξεμπλέκω9. (-ομαι) ολοκληρώνω, αποτελειώνω.
Dictionary of Greek. 2013.